- προεχόντως
- προ-εχόντως,A excellently, Phld. Mus.p.52 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεχόντως — Α επίρρ. έξοχα, εξαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προέχων, μτχ. ενεστ. τού προέχω] … Dictionary of Greek